δοξαράτος

δοξαράτος
-η, -ο (Μ δοξαράτος, -η, -ον)
1. ο καμπύλος, τοξοειδής
2. (το αρσ. ως ο υ σ.) ο δοξαράτος
στρατιώτης οπλισμένος με τόξο, τοξότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοξάρι + (κατάλ.) -άτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”